Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Ένα αστέρι από ασημόχαρτο


Μπροστά στην Πύλη του Παραδείσου που είναι από χιόνι και λησμονιά
που είναι δική μας κι είναι δική σου
κι όλου του κόσμου του περασμένου κι εκείνου που θα ‘ρθει μες στο χιονιά
έξω απ’ τα κάγκελα που κρύβουν κήπους που έχουν τα δέντρα τους πράσινους ήχους
κι έχουν για φύλλα τους παλιά φεγγάρια κι έχουν για φρούτα μαργαριτάρια
μπροστά στην Πύλη που μπαινοβγαίνουν χιλιάδες άνθρωποι κι όλο πηγαίνουν -
τι να γυρεύουν;- και είναι ξένοι κι όλοι τους άγνωστοι, ταξιδεμένοι
έξω απ’ τα κάγκελα σ’ ένα δρομάκι κάποιος ζητιάνος μ’ ένα πιατάκι
κατάχαμα κάθεται κι όλο ζητά
να ελεηθεί μ’ ένα αστεράκι* που το υποσχέθηκε σ’ ένα παιδάκι
και τον προσμένει κάτω στη Γη
γιατί δεν είχε άλλο παιχνίδι
και μόνο αυτό ζητά και θέλει να τ’ αγκαλιάσει να κοιμηθεί.
Τα πράγματα έγιναν όλα μια νύχτα μ’ άγριες βροντές και με βροχή
και σαν πατέρας, σαν παλικάρι εκείνος έσκυψε στο μαξιλάρι
για να του πει ένα παραμύθι
και πως δεν πρέπει να φοβηθεί απ’ τις βροντές έξω απ’ το σπίτι.
Kαι για να πάψει το κλάμα απόψε χαϊδεύοντας του τα μαλλιά
του υποσχέθηκε να πάει να φέρει ένα αστεράκι σ’ ένα πανέρι
και να κοιμάται μ’ αυτό αγκαλιά.
Παιδί μικρό και πάει σχολείο δευτέρα τάξη Δημοτικού
κι έτσι όπως κάθεται σ’ ένα θρανίο όλο χαράζει ένα αστεράκι
για να θυμίζει σε κάθε παιδάκι της γης τα μυστήρια και τ’ ουρανού.
Κι όταν στο σπίτι του επιστρέφει μια έγνοια μόνο το τυραννά
και σ’ όλα τα φύλλα μες στα βιβλία και σε τετράδια και σε χαρτιά
το αστέρι εκείνο ζωγραφίζει που τον υποσχέθηκαν κάποια βραδιά.
Δεν τρώει πολύ και δεν κοιμάται. Το αστέρι μόνο συλλογάται.
Διαβάζει λίγο κι αδυνατίζει και μες στο νου του αυτό γυρίζει
πως πιάνεται άραγε ένα αστέρι και πως μπορεί κανείς ν’ ανέβει
τόσο ψηλά να το κρατήσει και τέτοιο φως να κατακτήσει ;
Κι ένα βραδάκι παίρνει μια απόχη και πάει κρυφά στον ταρσανά
κι όλο θαρρεί πως θα ψαρέψει το αστέρι που έχει μες στη σκέψη.
Μα τ’ άστρα είναι καθρεφτισμένα κι όλο γλιστρούν μες στα νεράκι
όλο γλιστρούν κι όλο του φεύγουν κι αυτό, θαρρεί, το κοροϊδεύουν
και δεν το παίρνουν στα σοβαρά.
Είδε κι απόειδε ο πατέρας κι ένα θλιμμένο πρωινό
έγινε, λες, καπνός κι αέρας και ξεκινά να βρει τ’ αστέρι μες στο μεγάλο ουρανό.
Λίγες ελιές πήρε μαζί του λίγο ψωμάκι και νερό
και της γυναίκας του τα λόγια να ‘χει ελπίδες στο Θεό.
Ποτάμια πέρασε και δάση κι είδε θηρία και βουνά
κι είδε πουλιά σ’ ένα δεντράκι που μίλαγαν ανθρωπινά
κι εκείνα ρώτησε ο καημένος πως πάει κανείς στον ουρανό.
«Θέλω να βρω ένα αστέρι», λέει«και βιάζομαι, ανυπομονώ,
γιατί έχω άρρωστο στο σπίτι ένα καλό μικρό παιδί που βλέπει τον Αποσπερίτη
κι εγώ του το ‘χω υποσχεθεί πως θα του πάω ένα αστέρι μέσα σ’ ένα χρυσό πανέρι
και δεν το νοιάζει τίποτ’ άλλο ούτε παιχνίδια, ούτε σπουδή.
Δεν τρώει πια και δεν κοιμάται. Το αστέρι μόνο συλλογάται».
Και τα πουλιά του δείξαν δρόμους πως πάει κανείς στον ουρανό.
Και πέρασε λαούς και κόσμους κι ηύρε ένα γυάλινο βουνό
κι είδε την Πύλη, επιτέλους, που μόνο οι δίκαιοι περνούν
και βρήκε δυο σκοπούς αγγέλους και το τι θέλει τον ρωτούν
κι αυτός εξήγησε τι θέλει και και του'παν: «Μείνε στη γωνιά.
Ίσως βρεθεί κάποιος να ξέρει!». Κι άρχισε πια τη ζητιανιά.
Με το πιατάκι του απλωμένο πέρασε χρόνια και καιρούς
ζητώντας το άστρο απ’ όσους μπαίναν ακόμα κι απ’ τους κηπουρούς
που νύχτα - μέρα μπαινοβγαίναν φέρνοντας σπόρους, βιαστικοί,
για να ‘χουν συντροφιές τα κρίνα οι δυόσμοι κι οι βασιλικοί
φασκομηλιές και χαμομήλια φλισκούνια, δάφνες και μυρτιές
και τα τετράφυλλα τριφύλλια κι όσα έχουν άνθος τις Λαμπρές.
Κι από ’κει πάνω βλέπει τ’ άστρα σαν χρυσοκέντητα καρφιά
να ’ναι ποτάμια τα τοπάζια κι οι πέρλες, τα μαργαριτάρια,
λες κι οι σοφοί κι οι διαβασμένοι κι όλου του κόσμου οι μαγεμένοι
φτιάξαν αυτή τη ζωγραφιά.
Και λέει: «Θε μου, εγώ ζητάω ένα άστρο τόσο δα μικρό
να το ’χει φυλαχτό μια μάνα και το παιδί μου σα γιατρό!».
Περάσαν χρόνια κι άλλα χρόνια κι είχαν αλλάξει όλα στη Γη
ώσπου μια μέρα μια βρυσούλα- ξαδέλφη που ήταν με την Πούλια -
και τον λυπόταν να υποφέρει έσκυψε να του ψιθυρίσει
πως βρίσκει κάποιος ένα αστέρι με την απλή τη συνταγή.
Σοφή, παλιά και πρακτική: μόνο με χαρτοκοπτική!
«Θα πας», του λέει, «ν’ αγοράσεις χαρτόνι άσπρο και χοντρό
και πάνω εκεί θα ζωγραφίσεις το αστέρι που ζητάς καιρό!
Κι ύστερα κόψ’ το, τύλιξέ το μ’ ένα χαρτάκι ασημί
και με το σπάγκο κρέμασέ το-σαν μπουκετάκι γιασεμί-
σ’ ένα καρφί απ’ το ταβάνι. Αυτό το απλό! Κι αυτό σου φτάνει!».
Αμέσως έφυγε πετώντας και φτάνοντας πήρε χαρτί.
Τόσο απλό…να μην το ξέρει! Τόσο απλό…ποιος να σκεφτεί!
Μα ο γιος του είχε μεγαλώσει κι είχε παιδιά κι εγγόνια πια
κι όμως περίμενε τ’ αστέρι κάθε στιγμή, κάθε βραδιά.
Γι’ αυτό κι εκείνος υποσχόταν χρόνια και χρόνια στα παιδιά του
πως κάποτε ο παππούς θα ’ρχόταν με κάποιο αστέρι στην καρδιά του.
Μα μήτε αυτός μήτε κανένας γνώριζε τέτοια συνταγή.
Αχ τι ντροπή μες στους ανθρώπους. Τι βάσανα που έχει η Γη…
Αχ τι ντροπή να μην μπορούμε πάντα να κάνουμε τ’ απλάκι
κι' όλο ζητάμε για να ζούμε τα δύσκολα και τα πολλά.
Αφού αρκεί για ένα αστέρι μόνο χαρτί χρώμα ασημί
να πάρει νόημα ο κόσμος και νόημα κάθε στιγμή.

Μάνος Ελευθερίου

Το δικό σας αστέρι μπορεί να είναι δίπλα σας
και το μόνο που μένει είναι
αν εσείς θέλετε να το δείτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σελίδες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Χανιά, Κρήτης, Greece
Ζωή είναι αυτό που μας συμβαίνει όταν εμείς είχαμε κάνει άλλα σχέδια. Καλώς ήλθες. Χαρά μου η παρουσία σου,γιατί τίποτα δεν αξίζει στη Ζωή αν δεν μπορείς να το μοιραστείς.Ίσως νιώσεις αμήχανα μαζί μου γιατί θ'ανακαλύψεις τον εαυτό σου κάπου εδώ μέσα.Κράτησε δυνατά αυτό που θα νιώσεις , κι'ύστερα φτάσε όπου δεν μπορείς !

Αναγνώστες